Η εγκληματική παράταξη της Χρυσής
Αυγής, με αφορμή την πρόσφατη δολοφονία αστυνομικού από Αλβανούς δραπέτες της φυλακής Τρικάλων, ζήτησε την
επαναφορά της θανατική ποινής,
μιας πρακτικής που στην Ελλάδα έχει καταργηθεί από το 1993 και που δεν
εφαρμόζεται πλέον πουθενά στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Φυσικά δεν αποτελεί έκπληξη το
συγκεκριμένο αίτημα της Χρυσής Αυγής. Αντίθετα, είναι προφανές ότι στη παραπάνω
δολοφονία η εν λόγω συμμορία βρήκε πρόσφορο έδαφος να εκφράσει τις σκοταδιστικές,
φασιστικές της αντιλήψεις με αφορμή την εθνικότητα των εγκληματιών. (Αλλιώς
γιατί δε ζήτησε το ίδιο όταν μέλος της σκότωσε στο ξύλο την κοπέλα του ;
Ήταν άραγε λιγότερο φρικτή αυτή η δολοφονία επειδή την έκανε Έλληνας και
μάλιστα χρυσαυγίτης;)
Πέρα όμως από όλα αυτά, ας
προβληματιστούμε λίγο πάνω στην ουσία του θέματος και ας δούμε κατά πόσο είναι θεμιτός ο θεσμός της
θανατικής ποινής.
Η θανατική ποινή ή αλλιώς η «Εσχάτη των ποινών» είναι η αφαίρεση
της ζωής ενός εγκληματία (;) από τις αρχές του κράτους. Οι μέθοδοι που
χρησιμοποιούνται διαφέρουν ανάλογα με τη χώρα και περιλαμβάνουν κυρίως την
ηλεκτρική καρέκλα, τη θανατηφόρο ένεση, τον απαγχονισμό, τον λιθοβολισμό και τον
τουφεκισμό. Σύμφωνα
με τη Διεθνή Αμνηστία
140 κράτη έχουν καταργήσει τη θανατική
ποινή νομοθετικά ή πρακτικά, ενώ μόλις 58 τη διατηρούν. Όπως αναφέραμε στην
αρχή, ανάμεσα στις 58 αυτές χώρες (ενδεικτικά: ΗΠΑ, Κίνα, Αφγανιστάν, Αίγυπτος,
Βόρειος Κορέα, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Ινδία, Ινδονησία, Ιράν, Ιράκ, Ιαπωνία,
Ιορδανία, Σαουδική Αραβία, Σιέρα Λεόνε, Σομαλία, Συρία, Τσαντ, Υεμένη) δεν υπάρχει ούτε ένα κράτος μέλος της
Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όσοι τάσσονται υπέρ της θανατικής
ποινής υποστηρίζουν συνήθως ότι είναι η πιο δίκαιη τιμωρία για τα πραγματικά
ειδεχθή εγκλήματα και ο μοναδικός τρόπος
να είναι κανείς βέβαιος ότι ο υπόδικος δε θα ξαναεγκληματίσει, ότι έτσι
δικαιώνονται οι οικογένειες των θυμάτων, ότι η εκτέλεση κοστίζει λιγότερο στο
κράτος από την ισόβια φυλάκιση του εγκληματία και ότι η επιβολή θανατικής
ποινής λειτουργεί παραδειγματικά (και άρα προληπτικά) για λοιπούς υποψήφιους εγκληματίες.
Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς
έτσι…
Η θανατική ποινή είναι στην ουσία ένας φόνος εκ προμελέτης με θύτη
το κράτος και η θεσμοθέτησή της αποτελεί αδιανόητη προσβολή για τον πολιτισμό
μας. Συνιστά καταπάτηση του δικαιώματος στη ζωή και ουσιαστικά αντιβαίνει τις
διακηρύξεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων παγκοσμίως. Η ιδέα
μόνο, ότι ένας πολίτης (ορθά) δεν έχει το δικαίωμα να αφαιρεί ανθρώπινη ζωή,
αλλά το κράτος μπορεί να αποφασίζει ποιόν θα σκοτώσει και ποιον όχι, είναι
παράλογη και επικίνδυνη.
Επιπλέον, ένα από τα πολύ ισχυρά επιχειρήματα κατά της θανατικής ποινής
είναι η πιθανότητα θανάτωσης αθώων ανθρώπων. Οι αριθμοί μιλάνε από μόνοι
τους: Σύμφωνα πάλι με τη Διεθνή Αμνηστία «Στις ΗΠΑ, από το 1973, 116 άτομα που
είχαν καταδικαστεί σε θάνατο απελευθερώθηκαν αφού αποδείχθηκε η αθωότητά τους.
Μερικοί από αυτούς μόλις που γλίτωσαν την εκτέλεση ύστερα από πολύχρονη
αναμονή. (…) Άλλοι φυλακισμένοι οδηγήθηκαν στο θάνατο ενώ υπήρχαν βάσιμες
αμφιβολίες για την ενοχή τους. Κανένα πολιτειακό ή σωφρονιστικό σύστημα δεν
είναι αλάθητο και κανένα σύστημα δεν είναι σε θέση να αποφασίζει δικαίως,
συνεπώς και με τρόπο αλάθητο, ποιος μπορεί να ζει και ποιος πρέπει να πεθαίνει.».
Σκεφτείτε πόσοι αθώοι θα έχουν εκτελεστεί μέχρι σήμερα και πιθανότατα δε θα το
μάθουμε ποτέ. Παράλληλα, η θανατική
ποινή συχνά χρησιμοποιείται ως μέσο εξουδετέρωσης πολιτικών αντιπάλων, που
καταδικάζονται σε θάνατο μέσα από στρεβλές δίκες.
Ένα
άλλο πολύ σημαντικό ζήτημα είναι ότι η
θανατική ποινή «κάνει διακρίσεις». Ξέρουμε, το έχουμε δει και τη
χώρα μας ότι η δικαιοσύνη συνήθως μεροληπτεί υπέρ όσων προέρχονται από ανώτερες
κοινωνικές τάξεις. Έτσι παγκοσμίως και η
θανατική ποινή επιβάλλεται δυσανάλογα εναντίον περιθωριοποιημένων ανθρώπων.
Κοινώς, κάποιοι από τους θανατοποινίτες δεν θα είχαν καταδικαστεί αν ήταν πιο
πλούσιοι, πιο ισχυροί κτλ. Εύκολα μπορεί κάποιος να φανταστεί έναν
λαθρομετανάστη να καταδικάζεται σε θάνατο για μια δολοφονία, ενώ παράλληλα
είναι σενάριο επιστημονικής φαντασίας να συμβεί το ίδιο π.χ. στο γιο ενός εφοπλιστή.
Μάλιστα οι πιθανότητες επιβολής της εσχάτης των ποινών αυξάνονται όσο πιο
κοινωνικά ισχυρό είναι το ίδιο το θύμα, λες και μια ανθρώπινη ζωή έχει άλλη
βαρύτητα ανάλογα με την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει!!
Όσον αφορά το κομμάτι της «πρόληψης» εγκλημάτων, σημειώνεται ότι,
σύμφωνα με μελέτες ο αριθμός δολοφονιών αυξάνεται αμέσως μετά τις εκτελέσεις
θανατικών ποινών. Εξάλλου, πολλά εγκλήματα τελούνται «εν βρασμώ ψυχής», άρα ο
δολοφόνος δε σκέφτεται καν την ενδεχόμενη τιμωρία του πριν εγκληματίσει.
Επιπλέον, η εκτέλεση του εγκληματία δε μειώνει τη θλίψη για το χαμό του αγαπημένου
τους προσώπου που νιώθει η οικογένεια του θύματος, ενώ είναι μια μεγάλη τιμωρία
για το στενό περιβάλλον του θύτη που βιώνει με τη θανάτωσή του τον ίδιο
τρομακτικό πόνο απώλειας.
Τέλος, η θανατική ποινή δεν αφήνει περιθώρια για μεταμέλεια και
σωφρονισμό του εγκληματία. Κάποιοι από τους εγκληματίες προχώρησαν σε
ειδεχθείς πράξεις λόγω ψυχολογικών προβλημάτων ή/και ψυχοτρόπων ουσιών και
είναι δυνατό με ψυχολογική παρακολούθηση στη φυλακή και με υποστήριξη κατά την
αποφυλάκισή τους αργότερα να επανενταχθούν και να μην εγκληματίσουν ξανά. Η
θανάτωσή τους όμως εξαλείφει κάθε τέτοια δυνατότητα.
Συνολικά μπορούμε να πούμε ότι η θανατική ποινή συνιστά παραβίαση
θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δεν έχει θέση σε οποιοδήποτε σύγχρονο κράτος
κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας. Η δε επαναφορά της είναι ένα τεράστιο
οπισθοδρομικό άλμα που μόνο μία απολίτιστη και φασιστική μερίδα της κοινωνίας
μπορεί να υποστηρίξει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου